- νιοβίτης
- ο(ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού κολουμβίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολουμβίτης — ο (ορυκτ.) σκληρό, μαύρο, συχνά ιριδίζον και βαρύ ορυκτό οξείδιο τού σιδήρου, τού μαγγανίου και τού νιοβίου, αλλ. νιοβίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. columbite < νεολατ. columbium (< Columbia, τοπωνύμιο τών ΗΠΑ) +… … Dictionary of Greek
Μπουακέ — (Bouake). Πόλη (565.000 κάτ. το 2001) της Ακτής του Ελεφαντοστού, πρωτεύουσα του ομώνυμου γεωγραφικού διαμερίσματος και της επαρχίας Κοιλάδα του Μπανταμά. Η πόλη, που βρίσκεται σε υψόμετρο 364 μ. στο εσωτερικό υψίπεδο της χώρας, στα βόρεια όρια… … Dictionary of Greek